- λυσσιατρείο
- τοειδικό θεραπευτήριο για όσους προσβάλλονται από λύσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία τής λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμ ιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λυσσίατρος — ο γιατρός που εργάζεται σε λυσσιατρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek